άλυσος

άλυσος
η και ο και άλυσο, η
η αλυσίδα*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθ. τής λ. άλυση*, πρβλ. κεφαλή-κέφαλος, περιστέρι-περίστερος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πυριτικά ορυκτά — Αποτελούνται από πυριτικά άλατα (πυρίτιο) με πολύπλοκη δομή, της οποίας η διερεύνηση επιτυγχάνεται μόνο με τη χρησιμοποίηση ακτίνων X. Η βασική μονάδα της δομής τους είναι το τετράεδρο SiO4, που έχει τέσσερις ηλεκτροαρνητικές μονάδες σθένους. Η… …   Dictionary of Greek

  • Cynaethe — (Κυναίθη, modern translterations: Kynaithi or Kinethe) or Cynaetha (Κύναιθα) was an ancient city state in ancient Arcadia which was located in near the present day Kalavryta and is part of the Achaia prefecture. It is believed to be founded by… …   Wikipedia

  • άλυση — η (Α άλυσις εως) η αλυσίδα αρχ. κρίκος αλυσιδωτής πανοπλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με ρ. *wel(u) «στρέφω, συστρέφω, κυλιώ», η οποία απαντά και στους τ. ἔλυτρον, εἰλύω, ἕλιξ, η δε δάσυνσή της δεν μπορεί να ερμηνευθεί με βεβαιότητα… …   Dictionary of Greek

  • αλκοόλη — η Χημ. 1. ονομασία οξυγονωμένων οργανικών ενώσεων γενικού τύπου ROH, όπου R είναι υδρογονανθρακική άλυσος ή δακτύλιος 2. κοινή ονομασία τής αιθυλικής αλκοόλης ή αιθανόλης ή οινοπνεύματος …   Dictionary of Greek

  • αλυσίδα — Σύνολο από αλληλένδετους μεταλλικούς κρίκους, που σχηματίζουν ένα όργανο ανθεκτικό στην έλξη. Χρησιμοποιείται κυρίως για την ανύψωση φορτίων, για τη μετάδοση της κίνησης και για την αγκυροβόληση πλοίων. Οι κρίκοι μπορούν να κατασκευαστούν από… …   Dictionary of Greek

  • Θεσπρωτίας, νομός — Νομός (1.515 τ. χλμ., 46.091 κάτ.) της περιφέρειας Ηπείρου, στο βορειοδυτικό τμήμα της, με πρωτεύουσα την Ηγουμενίτσα. Περιλαμβάνει τμήμα της αρχαίας Θεσπρωτίας και συνορεύει στα Β με την Αλβανία, στα Α με τον νομό Ιωαννίνων, στα Ν με τον νομό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”